- ανεπικερδής
- ης, ες неприбыльный, недоходный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεπικερδής — ( ούς), ές ο μη επικερδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επικερδής. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Αλέξανδρο Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek